- χαλκωμάτιον
- χαλκ-ωμάτιον, τό, Dim. of χάλκωμα, Inscr.Délos 1417Ai 104 (ii B. C.), Hsch.A s.v. πλάτων.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκωμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκωμάτιον — τὸ, Α [χάλκωμα, ώματος] μικρό χάλκινο σκεύος … Dictionary of Greek